καταφύω

καταφύω
καταφύω (Α)
1. εμφυτεύω, παρεμβάλλω («[ἡ φύσις νεῡρα] εἰς τὰς σάρκας κατέφυσε», Γαλ.)
2. παθ. καταφύομαι
(για μυς ή νεύρα) προσφύομαι
3. μέσ. καταφύομαι
διατρέχω κάποια χώρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”